αδυσκόλευτος

αδυσκόλευτος
-η, -ο [δυσκολεύω]
1. αυτός που δεν συναντά ή δεν συνάντησε δυσκολία
2. που γίνεται χωρίς δυσκολία, εύκολος
3. αυτός που δεν παρέχει δυσκολίες σε άλλους, καλόβολος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδυσκόλευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε συναντά δυσκολίες: Το νερό έτρεχε πάντα αδυσκόλευτο. 2. αυτός που δε δυσκολεύει τους άλλους: Ήταν μ όλους πρόθυμος και αδυσκόλευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”